- παχύδερμο
- kalın derili
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
λεπτόδερμος — η ο (Α λεπτόδερμος, ον) αυτός που έχει λεπτό δέρμα, σε αντιδιαστολή με τον παχύδερμο («φύσει λεπτοδερμότατον τῶν ζῴων... ἄνθρωπός ἐστιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ δερμος) … Dictionary of Greek
ελέφαντας — ελέφαντας, ο και ελέφας, ο γεν. ελέφα, το μεγαλύτερο ζώο της ξηράς, θηλαστικό, παχύδερμο, φυτοφάγο, με προβοσκίδα και δύο χαυλιόδοντες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρινόκερος — ο παχύδερμο και μεγαλόσωμο θηλαστικό, με ένα ή δύο δυνατά κέρατα στη μύτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)